αιγλοβολώ

αιγλοβολώ
(Α αἰγλοβολῶ, -έω)
ακτινοβολώ, λάμπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴγλη + -βολῶ < -βολος < βάλλω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αιγλοβόλημα, αιγλοβολία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιγλοβολία — η [αιγλοβολώ] εκπομπή φωτός, ακτινοβολία …   Dictionary of Greek

  • αιγλοβόλημα — το [αιγλοβολώ] η αιγλοβολία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”